- γεγονός
- Είναι η πράξη, το συμβάν, επίσης η πραγματικότητα, η αλήθεια.
(Φυσ.) Θεμελιώδης έννοια της φυσικής. Ένα γ. καθορίζεται όχι μόνο από τη θέση αλλά και από τον χρόνο που συνέβη. Μερικά παραδείγματα γ. είναι η εκπομπή σωματίων ή φωτεινών λάμψεων (εκρήξεις), η σκέδαση ή η απορρόφηση σωματίων κλπ. Το γ. (ή σημείο) είναι βασικό στοιχείο του χωροχρόνου και παριστάνεται σε ένα σύστημα συντεταγμένων με μια τετράδα τιμών x, y, z, t, εκ των οποίων οι τρεις πρώτες περιγράφουν τον χώρο και η τέταρτη τον χρόνο. Το σύνολο των γ. αποτελεί τον χωρόχρονο. Τα διάφορα γ. μπορούν να συνδεθούν με καμπύλες και επιφάνειες.
τυχαίο γ. Στη θεωρία των πιθανοτήτων, ονομάζεται τυχαίο γ. ένα γ. Α που μπορεί να συμβεί ή να μη συμβεί σε δεδομένες συνθήκες και για το οποίο υπάρχει μια ορισμένη πιθανότητα Ρ (O ≤ Ρ ≤ 1) να συμβεί κάτω από δεδομένες συνθήκες. Αν οι συνθήκες αυτές πραγματοποιούνται n φορές και το γεγονός Α εμφανίζεται m φορές, τότε αν το n πάρει μεγάλες τιμές, η συχνότητα του Α που ισούται με m/n έχει τιμή πολύ κοντά στο p. Δύο γ. ονομάζονται αμοιβαία ασυμβίβαστα όταν δεν μπορούν να συμβούν ταυτόχρονα. Δύο γ. Α και Β λέγονται ανεξάρτητα όταν η πληροφορία ότι συνέβη το Α δεν μπορεί να επηρεάσει την πιθανότητα του Β, είναι δηλαδή Ρ(Β/Α) = Ρ (Β) όπου Ρ(Β/Α) η πιθανότητα του Β, όταν έχει συμβεί το Α. Για τα δύο αυτά ανεξάρτητα γ. το θεώρημα της σύνθετης πιθανότητας, δηλαδή να συμβεί και το Α και το Β, έχει τη μορφή: P(ΑΒ) = Ρ(Α) P(Β). Για παράδειγμα, ας ρίξουμε ένα νόμισμα και ένα ζάρι και ας πούμε Α το γ. να έρθει κεφάλι και Β το γ. να έρθει ο αριθμός 4. Τα δύο αυτά γ. είναι ανεξάρτητα και επομένως η πιθανότητα να έρθει κεφάλι και 4 είναι:
P(ΑΒ) = P(Α) Ρ(Β) = (1/2) (1/6) = 1/12
Το θεώρημα της σύνθετης πιθανότητας μπορεί να επεκταθεί σε οποιοδήποτε πλήθος ανεξάρτητων γ. Α, Β, C,...
ορίζοντας γ. (Αστρον.). Μία ιδιαίτερη θέση κατά τη βαρυτική κατάρρευση ενός αστέρα πέρα από την οποία γίνεται αδύνατη η επικοινωνία με τον έξω χώρο και ουσιαστικά ο αστέρας εξαφανίζεται τελείως από το σύμπαν.
* * *το (AM γεγονός)1. κάθε τι που έχει ήδη γίνει2. το περιστατικό3. η πραγματικότητα, το δεδομένο4. πραγματικότητα που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση5. φρ. «τετελεσμένο γεγονός», πράξη ή συμβάν το οποίο δεν είναι δυνατόν ν' αλλάξει και αναγκαστικά γίνεται δεκτό.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. μτχ. παρακμ. τού ρ. γίγνομαι* «συμβαίνω». Η χρήση τής λ. ως ουσ. ήδη από την αρχαία (Πλ. Πολιτ. 392). Εξάλλου ορισμένες φράσεις τής νέας Ελληνικής με τη λ. γεγονός αποτελούν πιθ. ξενισμούςπ.χ. το γεγονός είναι ότι... (πρβλ. γαλλ. le fait est que...), εκ τού γεγονότος ότι... (πρβλ. γαλλ. du fait que...), επιμένει επί τού γεγονότος (πρβλ. γαλλ. il insiste sur le fait que), λαμβανομένου υπ' όψιν τού γεγονότος ότι... (πρβλ. γαλλ. compte tenu du fait κ.ά.].
Dictionary of Greek. 2013.